Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Το φθινόπωρο είναι λιγάκι ύπουλο. Προσποιείται το καλοκαίρι, αλλά στο βάθος είναι πάντα χειμώνας. Ιδιοτροπίες σαν τις σημερινές τ' ουρανού...


Φθινόπωρο

Ο ουρανός σήμερα είναι ασυννέφιαστος, ολογάλανος και ο ήλιος λάμπει και θερμαίνει σαν καλοκαιριάτικος. Κοιτάζοντας έξω από το ανοιχτό παράθυρο, θα μπορούσα να γελαστώ και να νομίσω, πως ο ημεροδείκτης τρελάθηκε. Μα οι φωνές, που ακούω από το δρόμο, με πείθουν πάλι, πως είναι Οκτώβρης.

Ένας από δω φωνάζει:

-Κάστανα! Κάστανα ζεστά!

Κι άλλος από εκεί:

-Κούμαρα! Κούμαρα!

Έπειτα είναι η μυρωδιά του σπιτιού. Σήμερα μυρίζει ναφθαλίνη. Καταλαβαίνετε γιατί: έχουν βγη από τα μπαούλα τα χειμωνιάτικα ρούχα κι είναι απλωμένα εδώ κι εκεί να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν: Χοντρά κοστούμια, βαριά επανωφόρια, φανέλλες, χαλιά, μπερντέδες - η πανοπλία, που θα φορέσουν οι άνθρωποι στο σπίτι, για να πολεμήσουν με τον άγριο χειμώνα που έφτασε.

Όχι ο ημεροδείκτης μου ο καημένος δεν τρελάθηκε. Μόνο ο ουρανός σήμερα έχει τις ιδιοτροπίες του. Και αντί να φορή κι αυτός ή να ετοιμάζη τα χειμωνιάτικά του, τα φθινοπωρινά του τουλάχιστο, παρουσιάζεται ψιλοντυμένος με τα γαλάζια του.

Μα αλήθεια τόση τρέλα έχει σήμερα ο ουρανός; Πώς τον αφήνει ο γεροχειμώνας, πώς δεν του θυμίζει, πως θα κρυώσει με τα λινά;

Βγαίνω στο παράθυρο, για να ιδώ καλύτερα. Α. όχι! Ό,τι γίνεται στο σπίτι, γίνεται και στον ουρανό; Σύννεφα ατμοί, ομίχλες, να τα απλωμένα εκεί κάτω στους μακρινούς ορίζοντες. Λες πως ότι βγήκαν κι αυτά από τα ουράνια μπαούλα και κρεμάστηκαν στις άκρες, για να ξεζαρώσουν και να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη. Κι αύριο μεθαύριο ο ουρανός, θέλοντας και μη, θα τα φορέση και το γαλάζιο του φόρεμα θα σκεπαστή κι ο λαμπρός ήλιος θα κρυφτή.

Ωστόσο το θέαμα είναι ωραίο. Κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθή, πως η φθινοπωριάτικη φύση παρουσιάζει ένα σωρό ομορφιές. Το φως κάνει χίλια τρελοπαίχνιδα μ' εκείνα τα μακρινά σύννεφα, τους ατμούς, τις ομίχλες. Τα χρωματίζει με τρόπο, που θα 'φερνε σ' απελπισία οιοδήποτε ζωγράφο.

Και τα βουνά ολόγυρα, τι ζωηρά χρώματα που παίρνουν; Και τα δέντρα με τα κίτρινα ή κοκκινωπά φύλλα πόσο αλλιώτικα φαίνονται! Και η χλόη ακόμη η πράσινη, με πόσα χρυσάφια έχει στολιστή! Και το χώμα, το σχεδόν άσπρο χώμα του καλοκαιριού, πως έγινε βαθύτερο, ζωηρότερο! Κι όλο το τοπίο, πόλη μαζί και εξοχή, πώς φαίνεται σαν καθαρισμένο, σαν ξανανιωμένο! Γιατί και το φθινόπωρο για μια στιγμή παρουσιάζει το ξανάνιωμα της ανοίξεως. Με τη διαφορά, πως αυτό είναι σταθερό, ενώ εκείνο, το φθινοπώρου, είναι απατηλό, ψεύτικο.

Το φθινόπωρο είναι λιγάκι ύπουλο. Προσποιείται το καλοκαίρι, αλλά στο βάθος είναι πάντα χειμώνας. Ιδιοτροπίες σαν τις σημερινές τ' ουρανού, που βγήκε με τα λινά του, είναι πολύ επικίνδυνες.

Γρηγόρης Ξενόπουλος: Φθινόπωρο.
Διάπλασις των παίδων, 1920

Φεύγουν πια τα χελιδόνια...


Φθινόπωρο

Φεύγουν πια τα χελιδόνια.
Κρύωσε ο καιρός.
Πέφτουν φύλλα από τα κλώνια.
Στο χαντάκι μαζευτήκαν
κίτρινος σωρός.
Τέλειωσε τον τρύγο τώρα
πια κι ο αμπελουργός.
Κι ήρθε ευλογημένη η ώρα,
που θα σπείρει στο χωράφι
στάρι ο γεωργός.
Ο καλός Θεός, που βλέπει
την καλή σπορά
και βροχούλες όσες πρέπει
θα του στείλει, να 'βγουν τόσα
στάχυα καρπερά.
Το φθινόπωρο θα πάψει,
θα 'ρθει η χειμωνιά.
Θά 'ρθουν κρύα, θά 'ρθουν πάγοι
κι όλοι μας θα μαζευτούμε
στη ζεστή γωνιά.


Στέλιος Σπεράντζας

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Τα βήματα του φθινοπώρου αντήχησαν νωρίς, κι είπε με πίκρα η αδελφή μου: «Η νυχτερινή βροχή τα ρόδα μας τα μάδησε, αδελφούλη μου, και τώρα;»




Δειλινά

Τα βήματα του φθινοπώρου αντήχησαν
νωρίς, κι είπε με πίκρα η αδελφή μου:
«Η νυχτερινή βροχή τα ρόδα μας
τα μάδησε, αδελφούλη μου, και τώρα;»
Ένα βιβλίο ρομαντικό θα συλλογίστηκε...
Μα εγώ αναμέτρησα στο νου μου τις ιστορίες
γύρω απ' αυτά τα ρόδα που πεθάνανε
στη φύση ανάμεσα και στην καρδιά μου


Νικηφόρος Βρεττάκος

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Y el otoño piensa que eres hoja...

EL OTOÑO PIENSA QUE ERES HOJA

I

Tu silueta descalza
en la orilla más diáfana
del río de la vida,
transluce por las calles
una eterna ternura
y una inmanente dulzura,
ilimitada, infinita.

Amor y tiempo se unen
cuando vas sonriendo.

Y la trascendencia
de mi alma asoleada
se queda enredada
en la paz de tu luz.

Y me voy por tu cuerpo
sin saber los caminos.

Sin saber mi destino.

Y las nieves del tiempo
suavemente caen
sobre tu desnudes.

Y pienso en ti
bajo el sol de la tarde,
y mis ojos se saturan
de una felicidad
ardiente y seca
y un caluroso deseo
se apodera de mí.

Y eres meramente ausencia:
eres un salar
reseco y llameante.

Y el frío de marzo
me hace preguntar:

¿Por qué vives?
¿Por qué no eres nada?
¿Por qué no te extingues?
¿Por qué no oscureces?
¿Por qué no te apagas?
¿Por qué no eres niebla?
¿Por qué no te acabas?
¿Por qué no eres bruma?

¿Por qué apareciste
un día frente a mí?

¿Por qué no eres fuego
que se consume al existir?


II

Como es bella la vida,
cuando caen las hojas.

Como es grato
pensar que eres hoja,
cuando caen las hojas.

Como es apacible
ir haciéndote
una cama en mi alma,
y acogerte
igual como el suelo
alberga las hojas.


III


Es otoño,
lo sé.

Se deshoja tu vida
en mi vida...

Y te vuelves hoja
y te caes toda,
amarilla y marchita,
sin ninguna belleza.

Solamente te mueres
y sólo porque es otoño.

El otoño te mata.
El otoño te borra.

El inexorable otoño.

Y no quiero que te mueras
como mueren las hojas.

Pero te vas muriendo,
y no puedo hacer nada.

Y mi amor se deshoja.

Y te vas quedando
igual que el follaje.

Y eres una estatua
desnuda y helada
en medio del otoño.

Y el otoño piensa
que eres hoja.

Jorge Luis Gutiérrez (Chile)

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Tο πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι είν’ η ξανθή μου κυκλαμιά. Eγώ με το τραγούδι την ανακράζω από ψηλά, κ’ εκείνη στη φωνή μου...




O Kαλογιάννος

Iωάννη Bαλαωρίτη
τω γλυκυτάτω μου υιώ

Mη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·
πατρίδα εγώ δεν έχω
παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·
με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.
O λόγκος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·
πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος όσο ’χω τα φτερά.

Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι
μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι.
Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα
φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα
κι αρχίζω το τραγούδι μου. Στα σύγνεφ’ ανεμίζει
περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει,
κ’ εγώ τον βλέπω και γελώ... Δεν του φθονώ την τύχη,
ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,
γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει
θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενή την πλάση.
Tο κράζουν αυτοκράτορα... του φόρεσαν κορόνα,
μας τό ’πλασαν δικέφαλο... του γράφουν την εικόνα...
Στη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,
στην άλλη του γυμνό σπαθί... κ’ επήρε ο νους του αγέρα!

Tο πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι
είν’ η ξανθή μου κυκλαμιά. Eγώ με το τραγούδι
την ανακράζω από ψηλά, κ’ εκείνη στη φωνή μου
γοργά προβαίνει ολόχαρη. Πιστόν προξενητή μου
το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι
και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη...
Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ! Tου πριναριού μου η μάζα
αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.
Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω
στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω
παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη.
Eσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει.
Zω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω,
κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο.

Mια μόνη αγιάτρευτη πληγή έχω βαθιά κρυμμένη
στην άκακή μου την καρδιά, και κάποτε πικραίνει,
διαβάτη, αυτή μου τη χαρά...
Eίχ’ αγαπήσει μια φορά
στο πρώτο το ταξίδι μου μια καλογιαννοπούλα,
γκόλφι του λόγκου ατίμητο, και σαν εμέ φτωχούλα.
Σ’ ένα κλαρί παράμερο, μακρά από κάθε μάτι,
εγώ κ’ εκείνη εστήσαμε το νυφικό κρεβάτι,
και με τραγούδια αδιάκοπα και με τον έρωτά μας
κρυφά κρυφά αναθρέφαμε, διαβάτη, τα παιδιά μας.
Mια νύχτα που την έσφιγγα γλυκά με τα φτερά μου
κ’ ένιωθα μου λαχτάριζε στη φλογερή αγκαλιά μου,
ακούω που τρέμει το κλαρί και βλέπω έναν αστρίτη
που κοίταζε να καταπιεί το φτωχικό μας σπίτι.
Tα μάτια που μου κάρφωσε στην όψη το θερίο,
η γλώσσα του η διχαλωτή, το χνότο του το κρύο,
διαβάτη, μ’ εμαρμάρωσαν... εσβήστηκα... δεν είδα
τη φοβερή μας τη σφαγή... Στην πρώτην την αχτίδα
του ήλιου, που μ’ επύρωσε, ξυπνώ στη γη ριμμένο...
Mου λείπαν όλα τα παιδιά... βαρύ, κουλουριασμένο
το σερπετό εκοιμότουνε μες στη φωλιά χορτάτο
κ’ η μάνα ετοιμοθάνατη, που σπάραζε στο βάτο,
είχε τη σάρκα ολάνοιχτη... Oρμώ, την αγκαλιάζω·
του κάκου σκούζω, δέρνομαι· του κάκου τηνε κράζω...
K’ εκεί που της εμάλαζα τα ξεσχισμένα στήθη,
διαβάτη μου, το αίμα της στην τραχηλιά μου εχύθη.
Kι από τα τότε μόμεινε μες στην καρδιά η πικράδα
και στο λαιμό παντοτινά γραμμένη η κοκκινάδα...

Aλλά... δε θέλω κλάματα· μακρά από μένα ο πόνος.
Bασιλικό παλάτι μου είναι τ’ αράμνου ο κλώνος
και βιο μου είν’ η χαρά.
Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστος όσο ’χω τα φτερά.


Aριστοτέλης Βαλαωρίτης
(από το Aριστοτέλης Bαλαωρίτης B΄. Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Βαλαωρίτης Aριστοτέλης - Valaoritis