Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Δὲν θέλω κάλλος αὔθαδες παρθένου ἀλαζόνος... Ὠχρὰν τὴν θέλω καὶ λευκὴν ὡς νεκρικὴν σινδόνην· Μὲ εἴκοσι φθινόπωρα, μὲ ἄνοιξιν καμμίαν


Foto: Γητ

ΕΡΩΣ



Α΄
Δὲν θέλω κάλλος αὔθαδες παρθένου ἀλαζόνος,
Θρασείας ἐκ τῆς καλλονῆς, ψυχρᾶς ἐκ θωπευμάτων·
Βλέμμα δὲν ἔρριψα ποτὲ εἰς πτέρυγας ταῶνος,
Οὐδ' εἰς φιάλην στίλβουσαν πλὴν στεῖραν ἀρωμάτων.
Δὲν θέλω ὄψιν φλογεράν, δὲν θέλω ῥόδου στόμα·
Εἶναι διέγερσις σαρκὸς τὸ πορφυρῶδες χρῶμα.

Τὴν θέλω ἀσθενῆ ἐγὼ τὴν φίλην μου, ταχεῖαν·
Ὠχρὰν τὴν θέλω καὶ λευκὴν ὡς νεκρικὴν σινδόνην·
Μὲ εἴκοσι φθινόπωρα, μὲ ἄνοιξιν κἀμμίαν,
Μ' ὀλίγον σῶμα - ἄνεμον σχεδὸν - ὀλίγην κόνιν.
Τὴν θέλω ἐπιθάνατον μ' ἀθανασίας μύρον,
Κόρην καὶ φάσμα, σάβανον ἀντὶ ἐσθῆτος σῦρον.

Τὴν δυστυχῆ! λιπόθυμον τὴν θέλω, πάντῃ μόνην·
Ἄνευ μητρὸς ἢ ἀδελφοῦ· αὐτὴ καὶ ὁ Θεός της.
Εἰς πεδιάδα, ἔρημον τὴν θέλω ἀνεμώνην,
Κ' ἐγὼ νὰ ᾖμαι μήτηρ της, ἐγὼ καὶ ἀδελφός της.
Ἀργὰ νὰ τὴν χειραγωγῶ τὴν κόρην εἰς πᾶν βῆμα,
Καὶ νὰ προσκρούσωμεν ὁμοῦ εἰς τὸ πλησίον μνῆμα.

Δὲν θέλω οὔτε ἄψυχον, οὔτ' ἔμψυχον κἀνένα
Νὰ ἀγαπᾷ, οὐδὲ πτηνόν, οὔδ' ἄνθη, οὔδ' ἀστέρας·
Ὅ,τι δὲν εἶμαι δι' αὐτὴν νὰ ᾖναι ὅλα ξένα,
Καὶ νὰ κατέχω ὅλας της τὰς νύκτας καὶ ἡμέρας.
Κ' εἰς ὕπνον ὅταν κλείωσι γλυκὺν οἱ ὀφθαλμοί της,
Εἰς ὄναρ νὰ μὲ θεωρῇ ἀγάπης ἡ ψυχή της!

Δὲν ἀγαπῶ αἰσθήματα διόλου μοιρασμένα·
Ἀγάπη ἥτις δίδεται κ' εἰς ἄλλους ἐξαντλεῖται.
Ὅστις τὰ πάντα ἀγαπᾷ δὲν ἀγαπᾷ οὐδένα…
Ἐκ τούτου ἴσως παρ' ἐμοῦ ὁ ἥλιος μισεῖται,
Διότ' εἰς ὅλους τὰς χρυσᾶς ἀκτῖνάς του χαρίζει,
Κ' ἐπίσης ὡς τὸν Βύρωνα τὸν πίθηκον φωτίζει.

Θέλω τὸ σύμπαν εἰς τὸ ἓν κ' ἐμὲ εἰς τ' ἄλλο μέρος,
Καὶ νὰ ἐκλέξῃ! -Ἀγνοῶ τί ἄλλο θέλω ἔτι·
Πλὴν θέλω! τόσος δὲν ἀρκεῖ εἰς τὴν ψυχήν μου ἔρως.
Ἀκόμα ἡ καρδία μου καὶ πλάττει καὶ προσθέτει!
Πρόσθετε, πρόσθετε, μωρὰ καὶ ἄσωτος καρδία·
Θὰ ἔλθῃ κ' ἡ ἀφαίρεσις, θὰ ἔλθῃ κ' ἡ πενία.-

Θέλω τὴν φίλην μου ᾠδὴν ἐκλείπουσαν ἠρέμα·
Ἀθανασίας βλέπουσαν ὁδὸν εἰς τάφου στόμα·
Καλὴν καὶ μελαγχολικήν, μὲ ἥμερον τὸ βλέμμα,
Μὲ φυομένην πτέρυγα εἰς καταρρέον σῶμα.
Τὴν θέλω κόρην, ἀδελφὴν καὶ φίλην μου ἁγίαν,
Ἀλλ' ὄχι καὶ νυμφίαν μου, ἀλλὰ ποτὲ νυμφίαν!

Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν κόρην τελευτῶσαν·
Μὲ ποίαν, ποίαν ἄφωνον στοργὴν θὰ τὴν προσεῖχα!
Θὰ εἶχε προσκεφάλαιον καρδίαν ἀγαπῶσαν,
Καὶ μόνον μου ἀντίζηλον τὸν θάνατον θὰ εἶχα.
Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν ἀσθενῆ παρθένον,
Ὠχρός, συνέχων τὴν πνοὴν καὶ ἄγρυπνος προσμένων!

Β΄
Πολλάκις εἰς τοὺς ὕπνους μου ἡ ἀσθενής μου φθάνει,
Ὡραία ὡς ἡ φθίνουσα χειμερινὴ σελήνη.
Μὲ λέγει, ὅταν πέσωσι τὰ φύλλα θ' ἀποθάνῃ,
Καὶ τὸ ἁγνόν της μέτωπον εἰς ἀσπασμὸν μὲ τείνει.
Πολλάκις καὶ μὲ ἀνοικτὸν τὴν διακρίνω ὄμμα,
Ἄλλοτε κάτω, ἄλλοτε εἰς τοὐρανοῦ τὸ δῶμα.

Πολλάκις, γράφων δι' αὐτὴν μίαν ᾠδήν, ἓν ᾆσμα,
Ἀπέναντί μου φιλικῶς τὴν θεωρῶ νὰ νεύῃ,
Καὶ κλίνον εἰς τὸ στῆθός μου τὸ πεφιλμένον φάσμα,
Βραδέως τὴν ἰδίαν της ᾠδὴν μ' ὑπαγορεύει.
Πολλάκις μόνος, ἀγρυπνῶν εἰς νύκτα τρικυμίας,
Εἰς τὴν λευκὴν ἀναλαμπὴν τὴν βλέπω τῆς ἑστίας.

Καὶ ἄλλοτε, πλανώμενος εἰς χιονώδη ὄρη,
Τὴν βλέπω εἰς τὴν στίλβουσαν χιόνα ν' ἀποθνήσκῃ,
Καὶ νὰ συναποθάνωμεν μὲ προσκαλεῖ ἡ κόρη.
Καὶ ἄλλοτε τὸ βλέμμα μου ἐξαίφνης τὴν εὑρίσκει
Μὲ μέτωπον ἀστερωπὸν ἐντὸς κοιμητηρίου,
Στηριζομένην νωχελῶς ἐπὶ σταυροῦ μνημείου!

Παντοῦ, παντοῦ τὴν ἀπαντῶ˙ εἰς συντριμμένην στήλην,
Εἰς δάσους ἔρημον ναόν, εἰς ὠχριῶντα κρίνα˙
Παντοῦ, παντοῦ τὴν ἀπαντῶ τὴν ἀσθενῆ μου φίλην,
Ἀλλὰ ποτὲ εἰς φῶς Θεοῦ, ποτὲ ὑπὸ ἀκτῖνα…
Τὴν βλέπω εἰς νεάνιδος συντετριμμένης σχῆμα,
Καὶ εἰς ἀγγέλου λείψανον φερόμενον εἰς μνῆμα!

Ὤ, πόσας δὲν ἠτένισα νεάνιδας δακρύων,
Διότι ἦσαν κάτωχροι κ' εἶχον μορφὴν νοσοῦσαν.
Ὤ, πόσας ἐσυνόδευσα νεκρὰς εἰς τὸ μνημεῖον,
Νομίζων πῶς ἀκολουθῶ τὴν φίλην μου θανοῦσαν.
Ποσάκις εἶδον ν' ἀνοιχθῇ νεκρᾶς ἀγνώστου στόμα,
Καὶ μ' εἶπεν˙ «ἀκολούθει με, ἐγὼ εἶμαι τὸ πτῶμα!»

Τὴν νύκτα χθὲς εἶχα πολλήν, πολλὴν βαρυθυμίαν
Καὶ ἦλθεν˙ εἰς τὸ στῆθός της προσέκλινα ἐπάνω,
Καὶ σκυθρωπὸς τὴν ἔλεγον καὶ μὲ φωνὴν βραδεῖαν,
«Ὅταν τὰ φύλλα πέσωσι, μαζῆ σου θ' ἀποθάνω.»
Καὶ μειδιῶσα μ' ἤκουε, σιγῶσα μ' ἐθεώρει,
Καὶ τὸ κοινὸν μνημεῖoν μας ἐρρέμβαζεν ἡ κόρη…

1866


Αχιλλέως Παράσχου, Ποιήματα. Τόμος τρίτος, εν Αθήναις/εν Κωνσταντινουπόλει, Ανδρέας Κορομηλάς εκδότης, 1881, σσ. 18-22


ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

3 σχόλια:

Unknown είπε...

το θεωρώ μνημειώδες τόσο σε (κακή) γλώσσα όσο και σε γούστο Κάποτε το ήξερα απ' έξω και με διασκέδαζε. Ψάχνω να βρω τους Νεκροθάπτες του Μποστ που παρωδεί ακριβώς αυτό το στυλ αλλά φαίνεται πως δέν υπάρχει πουθενά...

Unknown είπε...

καταπληκτικό μνημείο γλώσσας και περιοχομένου Πάντα με διασκέδαζε αυτό το ποίημα

μαριάννα είπε...

Κι εγώ απολαυστικό το βρίσκω.
Όταν βρεθούμε μην ξεχάσουμε να μου το απαγγείλεις. :)